- παλαιοντολογικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλαιοντολογία («παλαιοντολογική έρευνα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιοντολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Π. Χιώτη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλαιοντολογία — η η επιστήμη που εξετάζει τα φυτικά και ζωικά είδη που εξαφανίστηκαν και άφησαν μόνον απολιθώματά τους. Ο επιστήμονας, παλαιοντολόγος. Επίθ. παλαιοντολογικός, ή ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην παλαιοντολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)